μαργιολιά

μαργιολιά
η
-ιάς
1. ευστροφία, πονηριά, κατεργαριά.
2. πανουργία στον έρωτα, νάζι: Την κατέκτησε με μαργιολιές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαργιολιά — η [μαργιόλης] 1. η ιδιότητα τού μαργιόλου, ευστροφία, τέχνασμα, πονηριά, κατεργαριά, πανουργία 2. (ιδίως στον έρωτα) τσαχπινιά, νάζι, καμώματα (α. «παιχνιδάει στις πλαγιές με μαργιολιά», Ζερβ. β. «τόν ξεμυάλισε με τις μαργιολιές της») …   Dictionary of Greek

  • μαργιόλεμα — ατος, το [μαργιολεύω] η μαργιολιά …   Dictionary of Greek

  • μαριολιά — η βλ. μαργιολιά …   Dictionary of Greek

  • marghiol — MARGHIÓL, OÁLĂ, marghioli, oale, adj. (reg.) Deştept, isteţ; p.ext. şmecher, şiret, ştrengar; uşuratic. – Din ngr. marghiólos. Trimis de claudia, 01.10.2003. Sursa: DEX 98  MARGHIÓL adj. v. ager, arătos, chipeş, deştept, dibaci, frumos,… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”